λειχηνώδης

λειχηνώδης
-ες (Α λειχηνώδης, -ῶδες) [λειχήν]
νεοελλ.
αυτός που το δέρμα του είναι γεμάτο λειχήνες
αρχ.
αυτός που έχει μορφή φυτικής λειχήνας.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • λειχηνώδη — λειχηνώδης like the neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) λειχηνώδης like the masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) λειχηνώδης like the masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λειχηνῶδες — λειχηνώδης like the masc/fem voc sg λειχηνώδης like the neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λειχηνώδεα — λειχηνώδης like the neut nom/voc/acc pl (epic ionic) λειχηνώδης like the masc/fem acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λειχηνωδῶν — λειχηνώδης like the masc/fem/neut gen pl (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λειχηνώδεσιν — λειχηνώδης like the masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -ώδης — ΝΜΑ β συνθετικό επιθέτων τής Αρχαίας Ελληνικής, που ανάγεται στο θέμα οδ τού ρήματος ὄζω* «έχω μυρωδιά, μυρίζω», με έκταση λόγω συνθέσεως. Η αρχική σημασία, ωστόσο, τού β συνθετικού διατηρείται σε ελάχιστα επίθετα στα οποία η σημασία τού α… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”